- συμπαραμίγνυμι
- και συμπαραμείγνυμι και συμπαραμιγνύω και συμπαραμειγνύω Ααναμιγνύω επί πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παραμ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω, προσθέτω κάτι σε μίγμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπαραμείγνυμι — και συμπαραμειγνύω Α βλ. συμπαραμίγνυμι … Dictionary of Greek